ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ hand right

 


ακορντεόν

Μουσικό όργανο με πλήκτρα και φυσούνα· ο οργανοπαίκτης με το δεξί χέρι του παίζει τη μελωδία και με το αριστερό χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγοκλείνει τη φυσούνα· το ρεύμα του αέρα που δημιουργεί το ανοιγόκλειμα της φυσούνας δονεί τα μεταλλικά ελάσματα που αντιστοιχούν στις νότες.

 

 


 

βιολί

Το βιολί από πολλούς θεωρείτε ο βασιλιάς των μουσικών οργάνων. Είναι το πιο διαδεδομένο σόλο όργανο μαζί με το πιάνο και τη κιθάρα. Οι πιο συνηθισμένες του ονομασίες είναι: Violino στα ιταλικά, Violon στα γαλλικά, Violin στα αγγλικά και Geige στα γερμανικά. Η κύρια ονομασία του προήρθε από τον Ιταλικό Violino, που είναι υποκοριστικό του Viola. To βιολί έχει 4 χορδές κουρντισμένες ανα πέμπτες. Το συνηθισμένο μήκος του είναι γύρω στους 60 πόντους ( αν και υπάρχουν και μικρότερα βιολιά για εκπαιδευτικούς σκοπούς) και παίζεται από τον μουσικό στηριγμένο στον ώμο. Ο ήχος στο βιολί παράγεται από το τρίψιμο του δοξαριού στις χορδές. Μερικές φορές θα ακούσετε τον ήχο του βιολιού να παράγετε και με τα δάχτυλα (PIZZICATO).

Η καταγωγή του βιολιού δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς υπάρχουν διαφορες θεωρίες που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη άποψη. Μια από αυτές θεωρεί ότι το βιολί προέρχεται από τα έγχορδα μουσικά όργανα που έφεραν στην ευρώπη οι Άραβες τον 8ο αιώνα. Παρόλο που κανένα από τα αραβικά μουσικά όργανα δεν παίζεται στηριγμένο στον ώμο. Μια άλλη θεωρία που κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι ότι το βιολί κατάγεται από σλάβικα λαικά μουσικά όργανα του τύπου της κρητικής και της ποντιακής λύρας. Στην Πολωνία ήδη από τον 15ο αιώνα υπήρχαν όργανα σαν τις σημερινές βιόλες, με τρεις χορδές κουρδισμένες ανά τρίτες και τέταρτες. Αυτού του τύπου τα λαικά όργανα δεν είχαν βέβαια τον ήχο του σημερινού βιολιού αλλά ήχο πιο τραχύ.

Ο τύπος του βιολιού που γνωρίζουμε σήμερα δημιουργήθηκε και τελειοποιήθηκε στη βόρεια Ιταλία μετά από τον 16ο αιώνα. Εκεί τυποποιήθηκε το σχήμα και τα χαρακτηριστικά του σημερινού βιολιού. Οι πιο ονομαστοί μάστορες κατασκευαστές βιολιού έζησαν στην Κρεμόνα. Οι αδερφοί Αμάτι, ο Γκουαρνιέρι και ο Στραντιβάριους έγιναν διάσημοι για τα βιολιά τους, τα οποία τα προτιμούν οι σολίστες από όλο το κόσμο ακόμη και σήμερα, γιατί θεωρούνται αξεπέραστα σε ποιότητα κατασκευής και ηχόχρωμα.

Σύντομα το βιολί κατέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο ως σόλο όργανο στην ιστορία της μουσικής. Τα καινούργια είδη της μουσικής του 17ου και του 18ου αιώνα, η σονάτα και το κοντσέρτο ξεκίνησαν ως μορφές μουσικής για βιολί. Τα όργανα της οικογένειας του βιολιού (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο) έγιναν το κέντρο της κλασικής συμφωνικής ορχήστρας και το κλασικό κουαρτέτο εγχόρδων.

Από τότε μέχρι σήμερα έχουμε μια συνεχή ανάπτυξη της τεχνικής του βιολιού, καθώς και δημιουργία συνθέσων για βιολί. (Βιβάλντι, Ταρτίνι, Μπέντα, Στάμιτς, Λεκλέρ, Γκαβινιέ). Διάσημοι έγιναν σολίστες και συνθέτες από όλο το κόσμο χάρη στο βιολί, ήδη από τον 19ο αιώνα. Πρώτος από όλους ο Νικολό Παγκανίνι, ο Βιόττι, Ο Βιετάν, ο Κούμπελικ, Χουμπάι, ο Κράισλερ, ο Ενέσκου. Στον 20ο αιώνα κυριάρχησαν οι Μενουχίν, Στέρν και Σέρινγκ.

Η ελλάδα έχει εξαιρετικούς σολίστες βιολιστές στη συμφωνική αλλά και στη λαική μουσική, καθώς το βιολί ήδη από τον 19ο αιώνα είχε εισαχθεί σε διάφορα σχήματα δημοτικής και λαικής ορχήστρας. Από τους γνωστότερους λαικούς σολίστες και συνθέτες είναι ο αυτοδίδακτος Γιώργος Κόρρος. Ενώ ο γνωστότερος σολίστας συμφωνικής μουσικής είναι ο Λεωνίδας Καβάκος. Την πρώτη του βράβευση το 1985 στο διαγωνισμό Sibelius ακουλούθησε μια εξαιρετική διεθνής καριέρα ως σολίστας, που συνεχίζεται στις μέρες μας και ως διευθυντής ορχήστρας. Ο Λεωνίδας Καβάκος παίζει με ένα βιολί "Falmouth" Stradivarius του 1692.

 


Βιολοντσέλο

Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα Έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας.

Ο βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Παλαιότερα, πριν τον αιώνα του Ρομαντισμού, ο εκτελεστής συγκρατούσε το όργανο ανάμεσα στις γάμπες του.

Το βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι βασικό όργανο και στη μουσική δωματίου αλλά και στην συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του βιολιού και της βιόλας και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο.

 

 

 

Το βιολοντσέλο πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις ενώ στον Στραντιβάρι οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη βιόλα. Η άνοδος του οργάνου άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπαχ και τις Σουίτες του για σόλο βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων.

Ο Μπετόβεν, οι ρομαντικοί και ιδιαίτερα ο Βάγκνερ, συνέτειναν στην πλήρη ανεξαρτησία του και έγραψαν ειδικά έργα γι αυτό (Κοντσέρτα, Σονάτες κ.ά), και το χρησιμοποίησαν στα είδη της μουσικής δωματίου, ισότιμα με το βιολί.

 


κλασική κιθάρα

κλασική κιθάρα: διδακτέα ύλη σε pdf

- μέθοδοι διδασκαλίας κλασικής κιθάρας Σταύρου Κατηρτζόγλου και Αστρινού Καραγιωργάκη

- περισσότερες πληροφορίες στον κιθαριστικό ιστότοπο citharista.eu

- Ιστορία της κιθάρας

Ο όρος κιθάρα χρησιμοποιείτο στην Ελληνική Αρχαιότητα για να περιγράψει ένα έγχορδο μουσικό όργανο που ανήκε στην οικογένεια της λύρας.

Σήμερα η λέξη κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο "guitar" (ένας όρος που προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό όρο κιθάρα). Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε αυτή την σύγχρονη χρήση του όρου δηλαδή στο όργανο guitar. Η σύγχρονη κιθάρα είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Στη σύγχρονη εκδοχή της, αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Ο όρος κιθάρα περιγράφει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ,heavy metal ποπ, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασικής μουσικής.

 

 

 

Ιστορία

Τα ίχνη της Ιστορίας της Κιθάρας μπορούν να ανιχνευθούν από τον 15ο αιώνα, με την πρώτη «σύγχρονου τύπου» Κιθάρα να συναντιέται στην Ισπανία. Οι πρώτες κιθάρες ήταν πολύ μικρές και αρχικά είχαν τέσσερα ζεύγη χορδών. Η ισπανική κιθάρα (ή Κλασσική κιθάρα) είναι καμπυλωτή στο σώμα και χρησιμοποιεί την κοιλότητα του σώματος για την ενίσχυση του ήχου. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν χορδές από έντερα αγελάδας, αργότερα νεύρα διάφορων ζώων, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από νάιλον και ατσάλινες χορδές που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Το 16ο αιώνα οι κιθάρες έγιναν όργανα με πέντε ζεύγη χορδών.

Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκάτοχούς της (τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα). Στην Ιστορία της κιθάρας δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνιακή καταγραφή του γεγονότος εμφάνισης της κιθάρας, ωστόσο ήταν μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις. Το 1850-1892 ο κατασκευαστής κιθάρων Manual Torres ανέπτυξε το μουσικό όργανο στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, με μεγαλύτερο και πιο ηχηρό σώμα (ηχείο). Κατά το 19ο αιώνα η κιθάρα, όπως την συναντάμε σήμερα, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε στο σχήμα και στα μηχανικά κλειδιά.

Επίσης, εμφανίστηκαν και άλλες ποικιλίες όπως η δωδεκάχορδη κιθάρα, η χαβανέζικη κιθάρα, ακουστική κιθάρα.

Η Ιστορία της κιθάρας συνεχίζει, και εμπλέκεται με την εμφάνιση της ηλεκτρικής κιθάραςένα είδος ηλεκτρόνικης κιθάρας που χρησιμοποίει το ηλεκτρικό ρεύμα για να παράγει ενισχύμενο ήχο κατα τη δεκαετία του 1930. Η ιστορία αυτή αρχίζει με τον Λήο Φέντερ και τον ανταγωνιστή του, την εταιρία Gibson.

Μέρη

Η κιθάρα αποτελείται από δύο κύρια μέρη: το σώμα και το μπράτσο.

Electric guitar parts.jpg
  1. Κεφαλή
  2. Nut
  3. Κλειδιά
  4. Τάστο
  5. Truss rod
  6. Ενδείξεις ταστιέρας
  7. Λαιμός
  8. Heel (acoustic)–Neckjoint (electric)
  9. Σκάφος
  10. Μαγνήτες
  11. Ρυθμιστές
  12. Γέφυρα
  13. Pickguard
  14. Πλάτη
  15. Σώμα κιθάρας
  16. Πλαϊνες όψεις
  17. Ηχείο
  18. Χορδές
  19. Καβαλάρης
  20. Ταστιέρα

Σώμα

Το σώμα είναι το πλατύ μέρος της κιθάρας. Ο βασικός ρόλος του είναι να αποτελέσει το σημείο στο οποίο κομπλάρουν οι χορδές για να στηριχτούν σωστά, και περιλαμβάνει τη γέφυρα (ή αλλιώς καβαλάρη) που τεντώνει τις χορδές πάνω από την υπόλοιπη κιθάρα. Χρησιμεύει επίσης και σαν σημείο στήριξης του χεριού που χτυπάει τις χορδές. Στην κλασική και ακουστική κιθάρα είναι κοίλο και χρησιμεύει σαν αντηχείο που ενισχύει τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον τελικό ήχο που θα βγάλει το όργανο. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι συνήθως συμπαγές, και χρησιμοποιείται για να στεγάσει τους μαγνήτες, τα ποτενσιόμετρα που ρυθμίζουν ένταση και τόνο, καθώς και τυχόν ηλεκτρονικά που μπορεί να υπάρχουν. Κι εδώ όμως το υλικό και η ποιότητα κατασκευής παίζουν ρόλο, γιατί επηρεάζουν τον τρόπο που δονείται ολόκληρο το όργανο παράγοντας ήχους.

 

Το μπράτσο της κιθάρας είναι το μακρόστενο μέρος της, και περιλαμβάνει την ταστιέρα, τον ζυγό και τα κλειδιά. Στις κλασικές κιθάρες είναι ενσωματωμένο με την υπόλοιπη κατασκευή, ενώ στους άλλους τύπους (κυρίως στις ηλεκτρικές) μπορεί να είναι και αποσπώμενο. Το μπράτσο χρησιμεύει για να μπορεί ο κιθαρίστας να μεταβάλλει τον ήχο που βγάζει το όργανο, πατώντας τις χορδές σε διαφορετικά τάστα. Ο ζυγός αποτελεί το απέναντι από τον καβαλάρη σημείο τεντώματος των χορδών, ενώ τα κλειδιά είναι τα σημεία όπου καταλήγουν οι χορδές και διαθέτουν κοχλία που επιτρέπει το μεγαλύτερο ή μικρότερο τέντωμά τους, για σωστό κούρδισμα.

Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι καμπυλωτό, για να διευκολύνεται το πιάσιμο και η στήριξη του χεριού που πατάει τις χορδές. Στις ηλεκτρικές κιθάρες, αυτή η καμπυλότητα είναι μικρότερη απ' ότι στις υπόλοιπες.

Το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπράτσο είναι, όπως και το σώμα, καίριας σημασίας. Για την ταστιέρα επιλέγεται συνήθως έβενος ή τριανταφυλλιά, που δίνουν καλύτερη αίσθηση στο παίξιμο και αντέχουν στις φθορές. Για το πίσω μέρος χρησιμοποιούνται ξύλα που διακρίνονται για την αντοχή τους, καθώς λόγω της τάσης των χορδών δεν είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σκέβρωμα (καμπύλωση) στο μπράτσο, πράγμα που καταστρέφει τον ήχο μιας κιθάρας και δυσκολεύει το παίξιμο. Πολλές ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες έχουν μέσα στο μπράτσο ενσωματωμένη μια σιδερένια ράβδο, η καμπυλότητα της οποίας (και επομένως και του μπράτσου) μπορεί να ρυθμιστεί με κλειδί, επαναφέροντας τυχόν σκέβρωμα του μπράτσου.

Τρόπος λειτουργίας

Οι Χορδές περνάνε πάνω από την ταστιέρα, όπου ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία (τάστα) με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός απ' τον αντίχειρα, αυξομειώνοντας το μήκος τους ώστε να αλλάζει ανάλογα την συχνότητα που θα πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται, είτε «τραβώντας» τες με τα νύχια των δακτύλων, πάλι εκτός του αντίχειρα, είτε χτυπώντας τες με μια πένα. Τα ηχητικά κύματα που παράγονται σπάνια έχουν μεγάλη ένταση, οπότε είναι αναγκαία η ενίσχυσή τους, είτε με φυσικό τρόπο στην περίπτωση των ακουστικών, όπου χρησιμοποιείται ένα αντηχείο για σώμα στην κιθάρα, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο στις ηλεκτρικές κιθάρες όπου χρησιμοποιείται ένας ενισχυτής. Ο ενισχυτής λαμβάνει το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται καθώς οι χορδές πάλλονται πάνω από τους μαγνήτες της κιθάρας και το ενισχύει αναλογικά ή ψηφιακά.

Είδη κιθάρας

κιθάρα


 

κλαρινέτο

Το κλαρινέτο ειναι ένα πνευστό ξύλινο μουσικό όργανο.

Διαβάστε περισσότερες πληροφορίες για το κλαρινέτο...

 


κοντραμπάσο

το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο της οικογένειας του·βιολιού

διαβάστε περισσότερα για το κοντραμπάσο


κόρνο

Το (γαλλικό) κόρνο είναι ένα κυκλικά «τυλιγμένο» χάλκινο πνευστό με κυρίως κωνική διάτρηση του σωλήνα, μικρό λόγο διαμέτρου προς μήκος (mensur), μία διευρυμένη καμπάνα και τρεις βαλβίδες. Χρησιμοποιείται επιστόμιο χωνιού.


κρουστά ορχήστρας

τα κυριότερα κρουστά ορχήστρας ειναι τα εξής :·

 


Μαντολίνο

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Το μαντολίνο αποτελεί ένα όργανο ευρωπαϊκής προέλευσης. Η καταγωγή του προέρχεται από την μεσαιωνική μαντόλα ή μαντόρα. Η μαντόλα κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 13ου αιώνα. Το μαντολίνο στη μορφή που συναντάτε σήμερα, πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία, κυρίως στην Νάπολη, από τον 17ο αιώνα. Στην πορεία Οι οργανοποιοί της εποχής διακοσμούσαν τα μαντολίνα με έβενο, κέρατο, κόκαλο, ελεφαντόδοντο, επιχρυσωμένη ταρταρούγα, βερνίκια.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

Αρχικά το μαντολίνο κατασκευαζόταν με εντέρινες χορδές. Με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιήθηκαν ζεύγη συρμάτινων χορδών οι οποίες και κουρδίζονται με μεταλλικά κλειδιά. Το αρχικό σχήμα και το πλέον κλασσικό, που διατηρείται ακόμα και στις μέρες μας είναι το αχλαδοειδές. Στην πάροδο του χρόνου συναντάμε μαντολίνα με επίπεδη πλάτη που διακρίνονται για την βαρύτερη τονικότητά τους. Μελωδίες για μαντολίνο χρονολογούνται στα μέσα του 17ου αιώνα. Αρκετοί «κλασσικοί» έχουν χρησιμοποιήσει μαντολίνο στα έργα τους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το μαντολίνο γνώρισε μεγάλη άνθηση λόγω των μαντολινάτων. Οι μαντολινάτες αποτελούνται από μαντολίνα, μαντόλες κιθάρες και έχουν επιδείξει μελωδίες απαράμιλλης ακουστικής.

ΧΡΗΣΗ

Το μαντολίνο συναντάτε πλέον σε όλο τον κόσμο. Συνοδεύει κατά τόπους παραδοσιακά τραγούδια, blue grass αμερικάνικες μελωδίες, μοντέρνα ακούσματα της rock και pop μουσικής. Στην Ελλάδα το μαντολίνο, ως μουσικό όργανο έκφρασης της τοπικής μουσικής παράδοσης, εμφανίστηκε κυρίως στα Επτάνησα και στην Κρήτη. Φημισμένες εξάλλου είναι οι μαντολινάτες των Επτανήσων και των Αθηνών. Στην Κρήτη το όργανο εμφανίζεται από την εποχή της ενετοκρατίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το μαντολίνο εμφανίζεται ως κυρίαρχο όργανο συνοδείας της λύρας μαζί με το μπουλγαρί. Με τον καιρό ενισχύει ολοένα την θέση του στην Κρητική μουσική παράδοση. Από όργανο συνοδείας της λύρας, μαζί με το Κρητικό λαούτο, κατέχει σημαντικό ρόλο στις μέρες μας και ως όργανο μελωδίας. Ολοένα και περισσότεροι ερμηνευτές και καλλιτέχνες της σύγχρονης Κρητικής μουσικής το χρησιμοποιούν πλέον στις εκτελέσεις τους. Η χρήση του μαντολίνου εδραιώνεται σημαντικά στο πέρασμα του χρόνου και αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην Κρητική μουσική παράδοση.

 


Μονωδία

 

Η·μονωδία είναι το μάθημα της φωνητικής εκγύμνασης. Ονομάζεται αλλιώς και λυρικό ή·κλασικό τραγούδι προσδιορίζοντας έτσι σαφέστερα το είδος του τραγουδιού το οποίο διδάσκεται και το οποίο εκτείνεται από την προκλασσική περίοδο ως την όπερα και την νεότερη «λόγια» μουσική.


Ομποε

ο Όμποεοξύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα, εφαρμοσμένη σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας και που επάνω του εφαρμόζεται ένα σύστημα μεταλλικών κλειδιών. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά και ανήκει στα Ξύλινα Πνευστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι κάπως δύσκολο στον χειρισμό του, κυρίως επειδή χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο, με αποτέλεσμα ο μουσικός να δυσκολεύεται αν δεν γνωρίζει καλά την τεχνική του. Η ονομασία προέρχεται από το γαλλικό haut bois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό, για να διακρίνεται από το βαθύφωνο της ίδιας οικογένειας Φαγκότο.

 


Πιάνο

μουσικό·όργανο με·πλήκτρα και·χορδές· ο μουσικός χτυπάει τα πλήκτρα που αντιστοιχούν σε κάθε·νότα και η κρούση με μηχανισμό μεταφέρεται στην ανάλογη χορδή

Θέλω να μάθω κι άλλα για το πιάνο


Σαξόφωνο

Το σαξόφωνο είναι πνευστό χάλκινο μουσικό όργανο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών.

περισσότερα...


Τούμπα

Η·Τούμπα είναι πνευστό μουσικό όργανο με 4 ή 5 βαλβίδες, που ανήκει στα·Χάλκινα πνευστά της συμφωνικής ορχήστρας. Έχει φαρδύ, κωνικό σωλήνα, πλατιά·καμπάνα και·επιστόμιο σε σχήμα κούπας. Χαρακτηρίζεται από το μεγάλο του μέγεθος και το βαθύ του ήχο. Το παίξιμο της τούμπας χρειάζεται δύναμη στα πνευμόνια λόγω του μεγέθους του, καθώς πρέπει να γεμίζει αδιάκοπα με αέρα.

 


Τρομπέτα

Η·τρομπέτα είναι αερόφωνο μουσικό όργανο, με μεταλλικό·επιστόμιο σε σχήμα κούπας, που ανήκει στην οικογένεια των χάλκινων πνευστών.

περισσότερα...

 


Τρομπόνι 

Το·τρομπόνι ή είναι·χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο.

Πες μας κι' άλλα ...

 


Φαγκότο

Το·φαγκότο (λέγεται και·βαρύαυλος), είναι πνευστό·μουσικό όργανο, που ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων.

περισσότερα...

 


Φλάουτο

Φλάουτο (λατ. flatus,·ιταλ. flauto, ελλην. πλαγίαυλος) ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή. Με την πρόσκρουση δημιουργούνται στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στο σωλήνα αέρα του οργάνου. Οι μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες (φλογέρα από το αλβανικό flojere, φλογέρες) και το λοξό φλάουτο (flauto traverso, πλαγίαυλος), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους πολιτισμούς.

περισσότερα ...

 


Φλάουτο με ράμφος

Πρόδρομες μορφές του φλάουτου με ράμφος βρίσκουμε από τον 11ο αιώνα που πιθανώς είναι Ασιατικής προελεύσεως. Γύρω στο 1500 το φλάουτο με ράμφος εμφανίζει την κατασκευαστική δομή που έχει σήμερα ενώ το συναντούμε σε διάφορα μεγέθη να συμμετέχει σε σύνολα δωματίου. Στα μέσα του 1600 αποκτά τη σημερινή του μορφή. Κατά την περίοδο 1600-1750 γράφονται πολλά σολιστικά έργα για φλάουτο με ράμφος ενώ στις παρτιτούρες ορχήστρας γίνεται αναφορά με τον όρο flute, σε αντίθεση με το φλάουτο που το αποκαλούν «Γερμανικό φλάουτο» (Flute Allemande, German Flute). Παρόλα αυτά γύρω στο 1750 υποσκελίζεται από το φλάουτο. Ξανακάνει την εμφάνισή του στις αρχές του αιώνα μας κυρίως με τη μορφή που είχε την περίοδο του Μπαρόκ.

 

 


 

Ηλεκτρική κιθάρα

Ηλεκτρική αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το reverb ή να παραμορφωθεί. Ενώ οι περισσότεροι τύποι ηλεκτρικής κιθάρας φέρουν έξι χορδές, απαντώνται και επτάχορδες οι οποίες χρησιμοποιούνται από κάποιους μουσικούς της τζαζ και της μέταλ μουσικής, ειδικά του είδους νιου μέταλ (Nu Metal). [1] καθώς και δωδεκάχορδες (με έξι ζεύγη χορδών οι οποίες απέχουν διάστημα μιας οκτάβας τις οποίες συναντάμε κυρίως σε μουσικά είδη όπως το τζανγκλ ποπ και το ροκ.

 

 

 

Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από big band μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ. Οι πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες από βολφράμιο που κατασκεύαζε η εταιρία Rickenbacker το 1931. Παρόλο που μερικές από τις πρώτες κατασκευάστηκαν από τον Les Paul, ο πρώτος επιτυχημένος εμπορικά τύπος ηλεκτρικής κιθάρας με κούφιο σώμα ήταν η Fender Esquire το 1950. Η ηλεκτρική κιθάρα ήταν ένα όργανο-κλειδί για την ανάπτυξη πολλών μουσικών ειδών που εμφανίστηκαν από τα τέλη του 1940 και μετά όπως το Σικάγο Μπλουζ, το πρώιμο Ροκ εντ Ρολ και το Ροκαμπίλι καθώς και το Μπλουζ Ροκ του 1960. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε διάφορα άλλα είδη μουσικής όπως η κάντρι, η Άμπιεντ, η Νιού Έιτζ, καθώς και σε κάποια είδη σύγχρονης ορχηστρικής μουσικής.


 

Ηλεκτρικό Μπάσο

Το μπάσο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με τα δάχτυλα ή τον αντίχειρα, με τεχνικές όπως slapping, popping, tapping και thumbing, ή με πένα. Το σχήμα του είναι παρόμοιο με αυτό της ηλεκτρικής κιθάρας, διαφέρι όμως στο μήκος του λαιμού και στην απόσταση των τάστων μεταξύ τους. Συνδέεται με ενισχυτή στις ζωντανές εμφανίσεις. Έχει τέσσερις χορδές συνήθως, αν και υπάρχουν και πεντάχορδα, εξάχορδα ή ακόμα και με μεγαλύτερο αριθμό χορδών μπάσα.
Το μπάσο αντικατέστησε σταδιακά το κοντραμπάσο, έτσι σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα είδη μουσικής, ροκτζαζποπχέβι μέταλκάουντρι,μπλουζ ενώ έχει πάρει και θέση και σε ορχήστρες. Συνήθως αποτελεί μέρος του ρυθμικού τμήματος ενός μουσικού συνόλου, ωστόσο σε ορισμένα είδη, κυρίως στη τζαζ, στη φανκ και στη χέβι μέταλ μουσική συμμετέχει και με σόλο.