Κανονάκι

Λαϊκό νυκτό όργανο, που συναντιέται στην παραδοσιακή μουσική της ανατολικής Μεσογείου. Περιλαμβάνει ξύλινο ηχείο με μικρό βάθος σε σχήμα τραπεζίου (με μεγάλη πλευρά 1,06 μέτρα και ύψος 44 περίπου εκ.).Έχει 72 χορδές (ανά 3, σε ταυτοφωνία).Έτσι καλύπτει έκταση 24 φθόγγων, χορδισμένων συνήθως χρωματικά (από Σι ώς ρε). Παλιά παιζόταν με τα δάχτυλα, ενώ σήμερα παίζεται με 2 μεταλλικές δακτυλήθρες προσαρμοσμένες στους δείκτες του εκτελεστή και αυτό αποτελεί τη βασική διαφορά μεταξύ κανονιού και σαντουριού (στο οποίο οι χορδές κρούονται με σφυράκια). Τα περισσότερα κανονάκια είναι εξοπλισμένα με μικρούς μεταλλικούς καβαλάρηδες (μαντάλια) τοποθετημένους κοντά στα κλειδιά. Αυτοί ανασηκώνονται ή κατεβαίνουν με τη βοήθεια μοχλίσκων και έτσι γίνεται εφικτό το παίξιμο διαστημάτων μικρότερων του ημιτονίου. Η προέλευση του οργάνου είναι ανεξακρίβωτη. Το πιθανότερο είναι να κατάγεται από τα πολύχορδα αρχαιοελληνικά όργανα (επιγόνειον) και, άσχετα αν η ετυμολογία του προέρχεται φαινομενικά από το αραβικό "qanum", στη ρίζα της ενυπάρχει ο ελληνικός

κανονακι