Στό Μουσικό Σχολείο διδάσκονται :
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Βιολί Παραδοσιακό
Το παραδοσιακό βιολί ως όργανο είναι ίδιο με το κλασικό.
Στο παραδοσιακό βιολί, το ρεπερτόριο περιλαμβάνει κομμάτια από διάφορα μέρη της Ελλάδος όπως Κρήτη, Δωδεκάνησα, Επτάνησα, Κυκλάδες, Ήπειρο, Μακεδονία και άλλα και φυσικά από την Μικρά Ασία. Στα μαθήματα διδάσκεται το ιδιαίτερο ύφος που χαρακτηρίζουν την μουσική των παραπάνω περιοχών και φυσικά οι μουσικές κλίμακες ή αλλιώς οι «λαϊκοί δρόμοι.
Καβάλι
Είδος μεγάλης ξύλινης φλογέρας χωρίς ράμφος. Χρησιμοποιήθηκε πολύ στη Βόρεια Ελλάδα (και στις σλαβόφωνες περιοχές των Βαλκανίων). Σήμερα είναι σε αχρηστία. Στις Σέρρες το κατασκεύαζαν από φραξυλιά και περιλάμβανε 5 κομμάτια (των 20 εκατοστών το καθένα). Στη Θράκη σχηματιζόταν από 3 τμήματα. Υπήρξε επίσης βασικό μουσικό όργανο των Ελλήνων βοσκών του Πόντου. Αναφέρουμε σχετικά το γνωστό ποντιακό δίστιχο που λέει: "Αν αποθάνω θάψτε με σ' ένα ψηλό ρασόπον ν' ακούω τσόπαν' σύριγμα και καβαλί λαλόπον".
Κανονάκι
Λαϊκό νυκτό όργανο, που συναντιέται στην παραδοσιακή μουσική της ανατολικής Μεσογείου. Περιλαμβάνει ξύλινο ηχείο με μικρό βάθος σε σχήμα τραπεζίου (με μεγάλη πλευρά 1,06 μέτρα και ύψος 44 περίπου εκ.).Έχει 72 χορδές (ανά 3, σε ταυτοφωνία).Έτσι καλύπτει έκταση 24 φθόγγων, χορδισμένων συνήθως χρωματικά (από Σι ώς ρε). Παλιά παιζόταν με τα δάχτυλα, ενώ σήμερα παίζεται με 2 μεταλλικές δακτυλήθρες προσαρμοσμένες στους δείκτες του εκτελεστή και αυτό αποτελεί τη βασική διαφορά μεταξύ κανονιού και σαντουριού (στο οποίο οι χορδές κρούονται με σφυράκια). Τα περισσότερα κανονάκια είναι εξοπλισμένα με μικρούς μεταλλικούς καβαλάρηδες (μαντάλια) τοποθετημένους κοντά στα κλειδιά. Αυτοί ανασηκώνονται ή κατεβαίνουν με τη βοήθεια μοχλίσκων και έτσι γίνεται εφικτό το παίξιμο διαστημάτων μικρότερων του ημιτονίου. Η προέλευση του οργάνου είναι ανεξακρίβωτη. Το πιθανότερο είναι να κατάγεται από τα πολύχορδα αρχαιοελληνικά όργανα (επιγόνειον) και, άσχετα αν η ετυμολογία του προέρχεται φαινομενικά από το αραβικό "qanum", στη ρίζα της ενυπάρχει ο ελληνικός
Κλαρίνο
Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.
Παραδοσιακά κρουστά
Ντέφι
Το ντέφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει την οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο που κουδουνίζουν. Τα περισσότερα ντέφια που βλέπει κανείς σήμερα στη δυτική λαϊκή μουσική είναι χωρίς τη μεμβράνη. Το ντέφι παίζεται με διάφορους τρόπους: κτυπώντας το με το χέρι ή κάποιο ξύλο, κουνώντας το, ή κτυπώντας το στο πόδι. Συναντάται σε διάφορα είδη μουσικής: κλασική μουσική, τσιγγάνικη μουσική, περσική μουσική, γκόσπελ, ποπ και ροκ.
Λαούτο
Το λαούτο είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα.
Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική.
Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου και συνοδεύει συνήθως την λύρα. Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.
Η οικογένεια του λαούτου, αποτελείται και από άλλα όργανα, όπως την λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο).
Λύρα
Η λύρα είναι μια οικογένεια εγχόρδων μουσικών οργάνων, που είναι γνωστή για τη χρήση της στην Κλασική Αρχαιότητα.
Μπουζούκι
Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Άκη Πάνου, μπουζούκι είναι μόνο το τρίχορδο ενώ το άλλο, το τετράχορδο, το ονόμαζε ο ίδιος τετράφωνο.
Νέυ
Το νέυ είναι καλαμένιος πλαγίαυλος και κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη. Το υλικό κατασκευής του είναι μπαμπού ή καλάμι, ενώ το επιστόμιο φτιάχνεται συνήθως από ξύλο, πλαστικό ή κόκαλο. Στην κλασική οθωμανική μουσική τα συνηθέστερα είδη που συναντώνται είναι τέσσερα : α) Μανσούρ, β) Κιζ γ) Μπολαχένκ δ) Σουπουρντέ. Παίζεται στην Τουρκία, στις Αραβικές χώρες (Συρία, Αίγυπτο, Ιράκ κ.α.), στο Ιράν, σε θρησκευτικές, σε λαϊκές και κλασικές μουσικές παραδόσεις.
Ούτι
Το ούτι είναι έγχορδο μουσικό όργανο, που κατάγεται από την Περσία και είναι αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Συγγενεύει με το λαούτο
Σαντούρι
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό* επίπεδο μουσικό όργανο. Το όνομά του προέρχεται εκ της ελληνικής λέξεως ψαλτήριονμέσω της περσικής γλώσσας σαντούρ.
Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στη Περσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 23 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, "χορδίζονται" στο 1/4 με ειδικά "ωτία" που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια).
Με το σαντούρι αποδίδεται κυρίως παραδοσιακή μουσική. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δεξιοτέχνες του οργάνου αυτού ήταν ο Αριστείδης Μόσχος ο οποίος και είχε δημιουργήσει σχετική σχολή διάδοσης.
Ταμπουράς
Ο Ταμπουράς, με την γενική έννοια, είναι η ελληνική ονομασία μιας ευρύτερης οικογένειας εγχόρδων μουσικών οργάνων, αλλά δηλώνει και ένα συγκεκριμένο ελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ' αυτή την οικογένεια.
Οι ταμπουράδες, γενικά, είναι τα έγχορδα μουσικά όργανα με μακρύ χέρι, όπως το τούρκικο σάζι κλπ. Αυτά τα μουσικά όργανα έχουν βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται, συνήθως όμως διαθέτει τρεις χορδες (μονές, διπλές αλλά και τριπλές). Το μέγεθος των ταμπουράδων μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο.
Ο ελληνικός ταμπουράς είναι εξέλιξη της αρχαίας πανδουρίδας (όργανο της Ελληνιστικής Εποχής). Στο έπος του Διγενή Ακρίτα βλέπουμε τον ήρωα να παίζει ταμπούρι. Στον 19ο αιώνα ο ταμπουράς άλλαξε μορφή, απέκτησε σταθερά τάστα και έγινε το τρίχορδο μπουζούκι.
Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται το ενδιαφέρον για τον παλιό ταμπουρά στην Ελλάδα. Επειδή ο παραδοσιακός Ελληνικός ταμπουράς είναι χαμηλόφωνο όργανο, δεν χρησιμοποιείται συχνά ως κύριο σολιστικό όργανο, αλλά μάλλον εντός της παραδοσιακής ορχήστρας, για να συνοδεύει το κύριο όργανο (λύρα, βιολί, φλογέρα κ.λ.π). Ωστόσο, ο ταμπουράς είναι ουσιαστικά ένα σολιστικό όργανο. Αφού δεν είναι συγκερασμένο, δεν είναι κατάλληλο για το παίξιμο συγχορδιών. Ο ταμπουράς δεν χρησιμοποιείται στο ρεμπέτικο ούτε στο λαϊκό τραγούδι. Θεωρείται το ιδανικό όργανο για τη σπουδή των βυζαντινών κλιμάκων.